- κατελπισμός
- κατ-ελπισμός, ὁ, Hoffnung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατελπισμός — κατελπισμός, ὁ (Α) [κατελπίζω] βάσιμη ελπίδα («τηλικοῡτον γὰρ προενεβεβλήκει κατελπισμὸν τοῑς ὄχλοις», Πολ.) … Dictionary of Greek
κατελπισμόν — κατελπισμός confident hope masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)